Σπιναλόγκα, νησί της …απομόνωσης.

Κείμενο – φωτογραφίες : © Καστανάρας Α. Δημήτρης
  « Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου.

Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδερφής η τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δυό δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο ».
  Αν υπήρχε κάποιος που δεν γνώριζε την ύπαρξη αυτού του μικρού νησιού το έμαθε μέσα από το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για την Σπιναλόγκα με τίτλο «Το Νησί» που έγραψε το 2005  η Βρετανίδα Συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ.
  Η Σπιναλόγκα είναι μικρό νησί του Νομού Λασιθίου κοντά στην Ελούντα στην Ανατολική Κρήτη. Έχει γίνει γνωστή σαν το νησί των λεπρών, αφού από το 1904 άνοιξαν οι πόρτες του νησιού για να απομονώσουν τους λεπρούς από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα μέχρι το 1957.
  Μια ιστορία γεμάτη πόνο, κραυγές και θάνατο θα κυρίευε το νησί για μισό αιώνα. Αρχικά η ζωή των λεπρών ήταν άθλια. Η Σπιναλόγκα ήταν μια απέραντη τρώγλη, ένα νεκροταφείο υπό προθεσμία, χωρίς την παραμικρή οργάνωση, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους νοσούντες, χωρίς ελπίδα. Οι εκατοντάδες πάσχοντες με όλα τους τα βάσανα και τις στερήσεις ανέπτυξαν την δική τους κοινωνία.  Όσοι μπορούσαν δούλευαν για να φτιάξουν ποιο ανθρώπινα τα χαμόσπιτα και διάφορες άλλες εργασίες για να καλυτερεύσουν την ζωή τους μέσα στην καστροπολιτεία του νησιού. Ερωτεύονταν, παντρεύονταν και έκαναν παιδιά υγιή τα οποία για να μεγαλώσουν κάτω από καλύτερες συνθήκες μεταφέρονταν στο βρεφονηπιακό τμήμα του Λεπροκομείου της Αγ. Βαρβάρας στην Αθήνα.
 SPINALOGA 41 Οι λεπροί δέχονταν διπλό χτύπημα. Από την μία ήταν η νόσος και όλες οι επιπτώσεις της πάνω στο ανθρώπινο σώμα και από την άλλη η σκληρή κοινωνική απόρριψη.
  Η εγκατάλειψη όλων αυτών των ανθρώπων ήταν εμφανέστατη. Πολλοί από αυτούς πέθαναν με φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι και διαμελισμένοι.
  Το 1936 αρχίζει κάπως να αλλάζει η κατάσταση. Αφορμή ήταν ο ερχομός ενός ασθενή, τριτοετούς φοιτητή της νομικής, του Επαμεινώντα Ρεμουνδάκη ο οποίος ίδρυσε την «Αδερφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας». Έτσι με πολύχρονο αγώνα άρχισε η καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης.  Το Λεπροκομείο αναβαθμίστηκε. Διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία και ιερέα. Οι άρρωστοι κατοικούσαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του ΄30.
  Τελικά το 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ένας ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά τον θάνατο τους.
 Σήμερα τη Σπιναλόγκα επισκέπτονται κάθε καλοκαίρι χιλιάδες τουρίστες με καραβάκια από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα (600 μέτρα απόσταση) για να ξεναγηθούν στα ερειπωμένα της κτίρια.
  Το όνομα Σπιναλόγκα προέκυψε γύρω στο 13ο αιώνα με νονούς τους Ενετούς κατακτητές, οι οποίοι αφού δεν είχαν εξοικείωση με την ελληνική γλώσσα παρέφθειραν (παράφρασαν) το τοπωνύμιο «στην Ολούντα» σε Σπιναλόντε αρχικά (13ος αιώνας) και αργότερα σε Σπιναλόγκα. Όχι τυχαία βέβαια, γιατί το Σπιναλόγκα τους ήταν ήδη γνωστό από μία νησίδα στη Βενετία, τη σημερινή Τζιουντέκα (Εβραϊκή).
  Η Σπιναλόγκα άρχισε να οχυρώνεται το 1574, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο. Οι Ενετοί, προβλέποντας Τουρκική επέκταση προς τη Δύση, αποφάσισαν να χτίσουν ένα οχυρό στο νησί, που να προστατεύει όλη την λιμνοθάλασσα της Ελούντας. Έτσι, οι Ενετοί θα μπορούσαν να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους Τούρκους και από τους πειρατές, αλλά και να εξασφαλίσουν τις αλυκές της Ελούντας. Από τις αλυκές θα μπορούσαν να παίρνουν το αλάτι για να το εξάγουν στην Μεσευρώπη, ειδικά έχοντας χάσει και τις αλυκές που εκμεταλλεύονταν ως τότε στην Κύπρο. Οι Ενετοί έκτισαν πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου ένα νέο ισχυρό φρούριο, από τον Genese Bressani και τον Latino Orsini. H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 και έως το 1586. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669), ενώ παράλληλα χτίστηκαν και οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου. Το οχυρό είχε διπλές σειρές από τείχη και πύργους, ενώ είχε συνολικά 35 κανόνια.
  Την περίοδο του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (χαΐνηδες), που έχοντας σαν βάση τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. Η δράση τους διήρκεσε όσο οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο αφού με την συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669, η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας. Η Ενετοί, προσπάθησαν να κρατήσουν το στρατηγικής σημασίας αυτό φρούριο, όπως και τα φρούρια της Γραμβούσας και της Σούδας, ελπίζοντας να ανακαταλάβουν την Κρήτη. Ωστόσο, το νησί παραδόθηκε με νέα συνθήκη στους Τούρκους το 1715, δίνοντας οριστικό τέλος στην κυριαρχία των Ενετών στην Μεσόγειο.
 SPINALOGA 17 Κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας το φρούριο περιθωριοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας και απομόνωσης. Αργότερα, στη Σπιναλόγκα διαμορφώθηκε σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός, καθώς το νησί παρείχε απόλυτη ασφάλεια στις οικογένειες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίστηκε καθώς απέκτησε άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα στη νησίδα συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύτηκαν τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου. Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στην καστροπολιτεία της Σπιναλόγκας περίπου 80 οικογένειες ενώ το 1881 ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 227. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν κτίρια από την περίοδο της καστροπολιτείας, όπως διώροφες κατοικίες με ψηλούς μαντρότοιχους και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες πόρτες και τζαμαρίες.
  Η ζωή αυτού του οικισμού διακόπηκε απότομα λόγω των πολιτικών εξελίξεων που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη κατά τα τελευταία έτη του 19ου αιώνα. Από το 1897 στο νησί και για ένα έτος περίπου στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Η ανασφάλεια που επικράτησε ανάμεσα στους Οθωμανούς της Κρήτης λόγω της επαναστατικής δράσης των χριστιανών ανάγκασε την πλειονότητα των κατοίκων της Σπιναλόγκας να μεταναστεύσουν. Ως το 1903, όλοι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το νησί.